- ἱκτορεύσομεν
- ἱκτορεύωaor subj act 1st pl (epic)ἱκτορεύωfut ind act 1st plἱ̱κτορεύσομεν , ἱκτορεύωfutperf ind act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.